- αγριόμουτρο
- τοάνθρωπος με άγρια όψη, βάρβαρος: Στο χωριό ήταν γνωστός ως αγριόμουτρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγριόμουτρο — το 1. άγριο πρόσωπο, άσχημη όψη 2. άνθρωπος επικίνδυνος … Dictionary of Greek